πρότυπος

πρότυπος
[протипос] εκ. служащий образцом,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πρότυπος" в других словарях:

  • πρότυπος — η, ο / πρότυπος, ον, ΝΑ [τύπος] 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός 2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν) υπόδειγμα προϊόντος βάσει τού οποίου αναπαράγονται κατ απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλο νεοελλ. 1. τέλειος …   Dictionary of Greek

  • πρότυπος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να χρησιμέψει για υπόδειγμα, ο τέλειος: Πρότυπα εκπαιδευτήρια. 2. το ουδ. ως ουσ., πρότυπο, α. προκατασκευασμένος τύπος φυσικού ή τεχνητού πράγματος για την αναπαραγωγή άλλων ομοίων, αλλ. υπόδειγμα, μοντέλο. β. μήτρα, αλλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδανικός — ή, ό (Α ἰδανικός, ή, όν) αυτός που συλλαμβάνεται μόνο με αφηρημένη σκέψη και δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αυτός που υπάρχει κατ ιδέαν (α. «ιδανικός έρωτας» β. «τὸν ἰδανικόν κόσμον») νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως πρότυπο, ο… …   Dictionary of Greek

  • κλασικός — ή, ό (AM κλασσικός) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και καλλιτέχνες («κλασικές σπουδές») 2. (για δημιουργό ή δημιούργημα) διαπρεπής, αναγνωρισμένος ως διάσημος, πρότυπος, δόκιμος, έγκριτος 3 …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • πρότυπο — το, ΝΑ βλ. πρότυπος …   Dictionary of Greek

  • τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… …   Dictionary of Greek

  • υποδειγματικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, πρότυπος, τέλειος, ιδεώδης: Υποδειγματική διδασκαλία. 2. ο άξιος να χρησιμέψει ως υπόδειγμα, ο αξιομίμητος: Υποδειγματικοί τρόποι συμπεριφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»